εξαπορίζομαι

εξαπορίζομαι
ἐξαπορίζομαι (Μ)
1. αντιμετωπίζω στέρηση
2. εξασθενώ, καταβάλλομαι από τους κόπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + απορίζομαι (< άπορος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξαπόριμα — το / ἐξαπόριμα (Μ) δύσλυτο πρόβλημα, μυστήριο, αίνιγμα, απορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαπόριμα αντί εξαπόρισμα από το εξαπορίζομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”